- λιμός
- -οῦ + ὁ N 2 26-13-49-12-14=114 Gn 12,10(bis); 26,1(bis); 41,27hunger Is 5,13; famine Gn 12,10λιμὸς ἄρτου a shortage of bread Am 8,11; λιμὸς καὶ θάνατος famine and death Ez 7,15
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
Λιμός — Fr.anon. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμός — ο (AM λιμός, ὁ, Α και λιμός, ή) μεγάλη και παρατεταμένη έλλειψη ειδών διατροφής που παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική εξάπλωση και προκαλεί αύξηση τής θνησιμότητας λόγω πείνας («λιμῷ δ οἴκτιστον θανέειν», Ομ. Οδ.) || (μσν. αρχ.) πειναλέος άνθρωπος… … Dictionary of Greek
λιμός — λῑμός , λιμός Fr.anon. masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιμός — ο μεγάλη πείνα από έλλειψη τροφίμων: Σε περιόδους πολέμου πολλοί πεθαίνουν από λιμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πολλῶν ὁ λιμὸς γίγνεται διδάσκαλος. — См. Нужда скачет и пляшет, нужда и песеньки поет … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
ЛИМОС — • Λιμός, ο̉ и η̉, Famеs, олицетворение голода и голодной смерти, которую изображали со впалыми глазами, бледным лицом и взъерошенными волосами. Она считалась дочерью Эриды (Hesiod. theog. 217) и описана Овидием в Ov. met. 8, 798 слл.… … Реальный словарь классических древностей
Λιμοῖο — Λιμός Fr.anon. masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοῖς — Λιμός Fr.anon. masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοί — Λιμός Fr.anon. masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμοῦ — Λιμός Fr.anon. masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λιμούς — Λιμός Fr.anon. masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)